- χοντρολαίμης
- ensesi kalın, küt boyunlu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χοντρολαίμης — α, ικο, Ν αυτός που έχει παχύ, χοντρό λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + λαίμης (< λαιμός), πρβλ. κοκκινο λαίμης] … Dictionary of Greek
χοντρολαίμης, -α, -ικο — αυτός που έχει χοντρό λαιμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)